- εφελίσσω
- ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*)1. περιτυλίγω2. μέσ. ἐφελίσσομαισύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω].
Dictionary of Greek. 2013.