εφελίσσω

εφελίσσω
ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*)
1. περιτυλίγω
2. μέσ. ἐφελίσσομαι
σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον
3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

  • επειλίσσω — ἐπειλίσσω (Α) ιων. τ. αντί εφελίσσω* περιτυλίγω, στρέφω σπειροειδώς, περιελίσσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”